- αρχεπλουτος
- ἀρχέπλουτοςἀρχέ-πλουτοςὅ создатель богатства, т.е. законный собственник
(ἀ. καὴ καταστάτης δόμων Soph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἀ. καὴ καταστάτης δόμων Soph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αρχέπλουτος — ἀρχέπλουτος, ον (Α) ο αρχαιόπλουτος* … Dictionary of Greek
ἀρχέπλουτος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχέπλουτον — ἀρχέπλουτος masc/fem acc sg ἀρχέπλουτος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρχε- — (AM ἀρχε ). [ΕΤΥΜΟΛ. Με τη μορφή αρχε ως α συνθετικό εμφανίζεται ένας μικρός σχετικά αριθμός συνθέτων λέξεων της Ελληνικής, της αρχαίας κυρίως, απ όπου μερικές διατηρήθηκαν και στη νέα Ελληνική, των οποίων το β συνθετικό αρχίζει από σύμφωνο. Το… … Dictionary of Greek
πλούτος — I Γιος της Δήμητρας και του Ιασίωνα, θεός της ευφορίας των αγρών και γενικά του πλούτου. Συχνά ταυτίζεται με τον θεό του Άδη Πλούτωνα. Ο γλύπτης Κηφισόδοτος στο διάσημο σύμπλεγμά του τον παριστάνει ως βρέφος στην αγκαλιά της Ειρήνης, αλλά ο… … Dictionary of Greek